ιωδιοφιλία

ιωδιοφιλία
ιατρ. η συγγένεια ορισμένων κυττάρων ή βακτηρίων προς το ιώδιο η οποία οφείλεται στην παρουσία γλυκογόνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιωδιόφιλος — η, ο αυτός που παρουσιάζει ιωδιοφιλία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”